πελεκώ

πελεκώ
πελεκάω μετ.
1) тесать, обтёсывать; 2) рубить, разрубать; кромсать; 3) перен. изуродовать, обкорнать (текст и т. п.); 4) зарубить, убить; 5) сильно избивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πελεκώ" в других словарях:

  • πελεκώ — πελεκῶ, άω, ΝΜΑ [πέλεκυς] 1. κόβω ξύλο με πέλεκυ ή κατεργάζομαι με πέλεκυ ξύλο ή αντικείμενο από ξύλο («ἦν δ ὁ κτύπος αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ», Αριστοφ.) 2. σφυροκοπώ ακατέργαστους λίθους για να τούς προσαρμόσω σε ορισμένη θέση… …   Dictionary of Greek

  • πελεκώ — πελέκησα, πελεκήθηκα, πελεκημένος 1. δουλεύω ξύλο με το πελέκι ή άλλο κοφτερό όργανο. 2. μτφ., κόβω, σκοτώνω, πετσοκόβω, εξοντώνω: Τους κύκλωσαν σε μια χαράδρα και τους πελέκησαν όλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελεκῶ — πελεκάω hew pres imperat mp 2nd sg πελεκάω hew pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πελεκάω hew pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πελεκάω hew pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) πελεκάω hew pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • συμπελεκώ — συμπελεκῶ, άω, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. λειαίνω την επιφάνεια τού καταστρώματος ή τών πλευρών πλοίου αρχ. πελεκώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πελεκώ (< πέλεκυς). Ο τ. με τη νεοελλ. ναυτ. σημ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν… …   Dictionary of Greek

  • FOMES — apud Macrob. Sat. l. 2. c. 8. Aestimavit fomitem esse quendam, et ignitabulum ingenii virtutisque, si mens et corpus hominis vino flagret: prorie materia est levis et arida, quo excipitur et fovetur ignis excussus, et excusus, ab ignitabulo. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποπελεκώ — ἀποπελεκῶ (άω) κ. ίζω (Α) πελεκώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • γωνιάζω — (AM γωνιάζω) [γωνία] δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας μσν. νεοελλ. κρύβω νεοελλ. 1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές τού αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία 2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι) …   Dictionary of Greek

  • ευπελέκητος — εὐπελέκητος, ον (Α) (για ξύλα) αυτός που μπορεί να σχιστεί με τσεκούρι εύκολα ή να πελεκηθεί εύκολα, αυτός που υφίσταται κατεργασία εύκολα, ο ευκολοπελέκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελεκητός (< πελεκώ)] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοκολάπτης — καρδιοκολάπτης, ὁ (Μ) αυτός που τσιμπά την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κολάπτης (< κολάπτω «τσιμπώ, πελεκώ»), πρβλ. δρυ κολάπτης, κρανο κολάπτης] …   Dictionary of Greek

  • καταλαξεύω — (Μ) 1. λαξεύω, πελεκώ λίθους 2. χαράζω πάνω σε πέτρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»